ηθογραφία — Λογοτεχνικός όρος. Σημαίνει την απεικόνιση και περιγραφή σε πεζό ή έμμετρο λόγο του τρόπου ζωής ενός λαού και ιδιαίτερα των ηθών και των εθίμων του. Στα νεοελληνικά γράμματα συστηματικότερη ηθογράφηση του λαού εμφανίζει η λογοτεχνία των δύο… … Dictionary of Greek
Θεοτόκης, Κωνσταντίνος — (Κέρκυρα 1872 – 1923). Συγγραφέας. Πολυταξιδεμένος, πολυμαθής (σπούδασε φιλολογία, φυσικές επιστήμες, μαθηματικά, φιλοσοφία), γλωσσομαθέστατος (μετέφρασε Πλάτωνα, Αριστοφάνη, ινδική φιλολογία, Βιργίλιο, Λουκρήτιο, Σαίξπηρ, Γκέτε), οργάνωσε το… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ηθογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ηθογραφία, που περιέχει ηθογραφικά στοιχεία, που αποτελεί ηθογραφία («ηθογραφικό διήγημα», «ηθογραφική μελέτη» κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Κ. Δ. Σούτζο] … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ξενόπουλος, Γρηγόριος — (Κωνσταντινούπολη 1867 – Αθήνα 1951). Έλληνας πεζογράφος, θεατρικός, συγγραφέας, κριτικός και δημοσιογράφος. Μεγάλωσε στη Ζάκυνθο, από την οποία καταγόταν ο έμπορος πατέρας του, και παρακολούθησε μαθήματα φυσικομαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών … Dictionary of Greek
Die Mörderin — (griech. Ἡ φόνισσα i fónissa) ist eine neugriechische Erzählung, die 1903 als Fortsetzungsgeschichte erstmals erschien. Sie gilt als Höhepunkt im Schaffen des Schriftstellers Alexandros Papadiamantis und als eines der wichtigsten Prosawerke… … Deutsch Wikipedia
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
ηθογράφος — ο (AM ἠθογράφος) ο συγγραφέας που ασχολείται με την ηθογραφία, που απεικονίζει, που περιγράφει με παραστατικότητα στα έργα του τα ήθη, τους χαρακτήρες προσώπων ή ομάδων αρχ. αυτός που απεικονίζει με τη ζωγραφική το ήθος, τον χαρακτήρα, την… … Dictionary of Greek
ηθογραφώ — (AM ἠθογραφῶ, έω) [ηθογράφος] ασχολούμαι με την ηθογραφία, περιγράφω, απεικονίζω με τον γραπτό λόγο ήθη, χαρακτήρες προσώπων ή ομάδων αρχ. απεικονίζω σε ζωγραφικό πίνακα το ήθος, τον χαρακτήρα ή την έκφραση κάποιου … Dictionary of Greek